Ψηφιακές Εκθέσεις
Γυναίκες στη ζωή του Καζαντζάκη
Μαρία Χριστοδουλάκη – Καζαντζάκη (1862-1932)
Αντιστάθμισμα στην πατρική αυστηρότητα του Καπετάν Μιχάλη, ο Καζαντζάκης έβρισκε στη μητρική στοργή. «Άγια γυναίκα» χαρακτηρίζει ο Καζαντζάκης τη μητέρα του, τη Μαρία Χριστοδουλάκη στην «Αναφορά στον Γκρέκο». Καταγόταν από το χωριό Ασυρώτοι, το σημερινό Κρυονέρι, της επαρχίας Μυλοποτάμου Ρεθύμνης.
«Ποτέ δεν είχα δει τη μητέρα μου να γελάει. Χαμογελούσε μόνο, και τα βαθουλά μαύρα μάτια της κοίταζαν τους ανθρώπους γεμάτα υπομονή και καλοσύνη. Πηγαινόρχουνταν σαν πνέμα αγαθό μέσα στο σπίτι, κι όλα τα πρόφταινε ανέκοπα κι αθόρυβα, σαν να ’χαν τα χέρια της μια καλοπροαίρετη μαγική δύναμη, που κυβερνούσε με καλοσύνη την καθημερινή ανάγκη. Μπορεί και να ’ναι η νεράιδα, συλλογίζουμουν κοιτάζοντας τη σιωπηλά, η νεράιδα που λεν τα παραμύθια, και κινούσε στο παιδικό μυαλό μου η φαντασία να δουλεύει: μια νύχτα ο πατέρας μου, περνώντας από τον ποταμό, την είδε να χορεύει στο φεγγάρι, χίμηξε, της άρπαξε το κεφαλομάντιλο, κι από τότε την έφερε σπίτι και την έκαμε γυναίκα του.
Κι ολημέρα τώρα πάει κι έρχεται η μάνα μέσα στο σπίτι και ψάχνει να βρει το κεφαλομάντιλο, να το ρίξει στα μαλλιά της, να γίνει πάλι νεράιδα και να φύγει. Την κοίταζα να πηγαινόρχεται, ν’ ανοίγει τα ντουλάπια και τις κασέλες, να ξεσκεπάζει τα πιθάρια, να σκύβει κάτω από το κρεβάτι, κι έτρεμα μην τύχει και βρει το μαγικό κεφαλομάντιλο της και γίνει άφαντη. Η τρομάρα αυτή βάσταξε χρόνια και λάβωσε βαθιά τη νιογέννητη ψυχή μου· κι ακόμα και σήμερα αποκρατάει μέσα μου, πιο ανομολόγητη, η τρομάρα ετούτη: παρακολουθώ κάθε αγαπημένο πρόσωπο, κάθε αγαπημένη ιδέα, με αγωνία, γιατί ξέρω πως ζητάει το κεφαλομάντιλο της να φύγει.»
Καθλίν Φορντ (1876 – 1963)
Σχετικά πρόσφατα η έρευνα αποκάλυψε ότι η περίφημη «Ιρλαντέζα», για την οποία ο Καζαντζάκης μιλά στην «Αναφορά στον Γκρέκο», δεν είναι συγγραφική επινόηση. Πρόκειται για την Καθλίν Φορντ, κόρη ενός εξαιρετικά μορφωμένου πάστορα από τη Βόρεια Ιρλανδία. Η Καθλίν ήρθε στο Ηράκλειο το 1898 και εργάστηκε ως δασκάλα Αγγλικών.
Το καλοκαίρι του 1902, ο Καζαντζάκης μάθαινε μαζί της Αγγλικά και ήταν εκείνη που τον έφερε σε επαφή με τη λυρική αγγλική ποίηση και συγγραφείς όπως τους Κητς, Μπάιρον και Σαίξπηρ. Μετά την περίφημη ερωτική νύχτα που πέρασαν οι δυο τους στον Ψηλορείτη, ο Καζαντζάκης έφυγε λόγω σπουδών στην Αθήνα, στέλνοντάς της ως αποχαιρετισμό ένα μικρό σκυλάκι, την Κάρμεν.
Το 1905, η Καθλίν επέστρεψε αρχικά στην Ιρλανδία και εν τέλει εγκαταστάθηκε στις Η.Π.Α., όπως εκατομμύρια άλλοι Ιρλανδοί. Εμπνευσμένος από τη σύντομη σχέση τους, ο Καζαντζάκης έγραψε το πρώτο του έργο με τίτλο «Όφις και Κρίνο», το οποίο όμως αφιέρωσε στη Γαλάτεια Αλεξίου, την πρώτη του σύζυγο.
«Αγνώριστη είχε γίνει μέσα στο έργο μου αυτό η ασήμαντη, λίγο καμπουρίτσα Ιρλαντέζα, κι εγώ, ο μαδημένος κόκορας, είχα κολλήσει απάνω μου μεγάλα παρδαλά φτερά που δεν ήταν δικά μου…. ‘Yστερα από λίγες μέρες τέλειωσα. Έκλεισα το χειρόγραφο, έγραψα απάνω με κόκκινα βυζαντινά γράμματα “Όφις και Κρίνο” και σηκώθηκα, πήγα κατά το παράθυρο, πήρα μια βαθιά αναπνοή. Η Ιρλαντέζα δε με τυραννούσε πια, είχε φύγει από μένα, είχε ξαπλώσει στο χαρτί, δεν μπορούσε πια να ξεκολλήσει από κει. Γλίτωσα».
Γαλάτεια Αλεξίου - Καζαντζάκη (1881-1963)
Ο Νίκος Καζαντζάκης είδε για πρώτη φορά τη Γαλάτεια Αλεξίου σ’ έναν περίπατο, στη διάρκεια διακοπών του στο Ηράκλειο. Λίγο αργότερα σημείωσε στο λεύκωμα ενός φίλου του, ότι αυτό που επιθυμεί από τη ζωή είναι «η Γαλάτεια και μία καλύβη». Όταν το τετράδιο έφτασε στα χέρια της Γαλάτειας, εκείνη ζήτησε να γνωρίσει τον θαυμαστή της. Η γνωριμία τους έγινε πιθανότατα στα τέλη του 1904 και σύντομα εξελίχθηκε σε αισθηματικό δεσμό.
Παρ’ όλο που, τυπικά, ο Νίκος και η Γαλάτεια ήταν μαζί για πολλά χρόνια, συνολικά η κοινή ζωή τους δεν υπερβαίνει τα πέντε. Ο Καζαντζάκης τον περισσότερο καιρό ταξίδευε στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Η Γαλάτεια πήγε να τον βρει μία φορά στην Αθήνα (το 1910, όταν ξεκίνησε η συμβίωσή τους) και μία στο Βερολίνο. Το 1911, το ζευγάρι θα στεφανωθεί στο Ηράκλειο, στην εκκλησία του νεκροταφείου του Αγίου Κωνσταντίνου εξαιτίας αντιρρήσεων του αυταρχικού Καπετάν Μιχάλη.
Η ζωή τους δεν υπήρξε εύκολη λόγω της οικονομικής τους δυσπραγίας. Το πιο σημαντικό πρόβλημα, όμως, ήταν η διαφορά των χαρακτήρων τους: εκείνος ήταν μονήρης, αφοσιωμένος στο έργο του, με εναγώνιες αναζητήσεις και βασανιστικά ερωτήματα. Εκείνη με «μυαλό τετράγωνο», με εντελώς αντίθετες αντιλήψεις για τη ζωή και για την τέχνη, πολύ πιο κοινωνική. Οι επιστολές που της στέλνει, κατά την απουσία του στην Ευρώπη στο διάστημα 1920-1923, είναι αποκαλυπτικές. Ανάμεσα σε ποικίλες περιγραφές της ευρωπαϊκής πραγματικότητας, των πολιτικών του σχεδίων και των συγγραφικών του δραστηριοτήτων, διακρίνεται η βεβαιότητά του ότι η γυναίκα του δεν εκτιμά το έργο του και δεν μπορεί να προσαρμοστεί στον τρόπο ζωής του.
Ύστερα από χρόνια κρίση, ο γάμος τους θα διαλυθεί το 1926, με τη Γαλάτεια όμως να διατηρεί το επίθετο «Καζαντζάκη». Σύμφωνα με μαρτυρίες, η Γαλάτεια πόνεσε βαθιά με το θάνατο του πρώτου της συζύγου.
Μαρία Βοναπάρτη (1882-1962)
Ο πρίγκιπας Γεώργιος, Ύπατος Αρμοστής (1898-1906) της Κρητικής Πολιτείας, και η σύζυγός του Μαρία Βοναπάρτη στάθηκαν δίπλα στον Καζαντζάκη, την εποχή που πολλοί τον δυσφημούσαν στη Σουηδική Ακαδημία για να μην πάρει το βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας. «Είναι κομμουνιστής», έλεγαν οι πολέμιοί του, «που διαφθείρει την ελληνική νεότητα και η Ελλάδα θα εξευτελιστεί αν τιμηθεί στο πρόσωπό του». Ο Γεώργιος τον επισκέφτηκε, μάλιστα, στην Αντίμπ, το 1954, μαζί με τη σύζυγό του. Ο πρίγκιπας, στην επίσκεψή του αυτή, χαριτολογώντας, είπε στον Καζαντζάκη: «Φωτογραφίσου μαζί μου για να μην σε λένε κομμουνιστή».
Η πριγκίπισσα Μαρία, γόνος του Ναπολέοντα Βοναπάρτη, ήταν η ίδια συγγραφέας και διακεκριμένη ψυχαναλύτρια, οπαδός και φίλη πιστή του Φρόυντ. Μάλιστα, ο πλούτος της Μαρίας και η δημοτικότητα της ψυχανάλυσης, συνέβαλλαν στη διαφυγή του Φρόυντ από τη ναζιστική Γερμανία. Διάβασε όλα τα βιβλία του Νίκου Καζαντζάκη, τ’ αγάπησε, τα υιοθέτησε και έγραψε στον Καζαντζάκη πως θέλει να τον γνωρίσει. Τα υπέδειξε, μάλιστα, και στην ανιψιά της, αργότερα βασίλισσα της Ελλάδος, Φρειδερίκη.
Ο Καζαντζάκης διατήρησε αλληλογραφία με την πριγκίπισσα Μαρία και της αφιέρωσε το μυθιστόρημά του «Ο τελευταίος πειρασμός».
Έλλη Λαμπρίδη (1896-1970)
Ο Καζαντζάκης γνωρίζει τη σημαντική παιδαγωγό, φιλόσοφο, συγγραφέα, βιβλιοκριτικό, αρθρογράφο και μεταφράστρια Έλλη Λαμπρίδη τον Φεβρουάριο του 1918, ενώ ταξιδεύει στην Ελβετία. Τους δύο επόμενους μήνες ζουν μαζί στο μεσαιωνικό χωριό Γκάντρια κοντά στο Λουγκάνο και, ύστερα από μια περιήγηση, καταλήγουν στο χωριό Γκρέχεν του Βαλέ, όπου μένουν ως τον Σεπτέμβριο. Στο ημερολόγιό του, ο Καζαντζάκης κάνει λόγο για την «ορμητική επικοινωνία» τους και για εμπύρετη μετάγγιση της ψυχής του στην Έλλη, τη «Μουντίτα», όπως την έλεγε.
Αργότερα της αφιερώνει την τραγωδία «Νικηφόρος Φωκάς», κατά καιρούς ζητά να μάθει νέα της από τον Πρεβελάκη, ενώ αλληλογραφεί μαζί της για αρκετό καιρό. Η Έλλη, που αργότερα συνδέθηκε στενά με τον κύκλο του Σικελιανού, μετέφρασε την «Ασκητική» στα Αγγλικά και δημοσίευσε ένα εκτενές μελέτημα για την «Οδύσεια», στο περιοδικό Νεοελληνικά Γράμματα (1939). Η μεγάλη σημασία της Λαμπρίδη στη ζωή του Καζαντζάκη αποδεικνύεται από την υψηλή θέση που της αφιέρωσε στο μέγιστο έργο του «Οδύσεια» που εμφανίζεται ως η «λιόπαρδη».
Σε μια επιστολή που της στέλνει το 1927 γράφει χαρακτηριστικά:
«Και νά, ήρθες ολάκαιρη θυμομένη, όλη νύχια, δόντια κίνηση –λιοπάρδισα. Και μου γενήθηκε έντονη η επιθυμία να δόσω του Οδυσέα ως μόνη συντροφιά στην έρημο, στην άσκησή του και στην καταστροφή της πολιτείας μου –μια λιόπαρδη. Αφτη θάναι μαζί του πάντα, θα τον αγαπάει και θα τον τσαφουνίζει, θα τον γιομίζει πληγές και χάδια. Έτσι βρήκα πώς θα μπεις στην Οδύσεια, γιατί ωστόρα μου ήταν αδύνατο να Σε βάλω ως γυναίκα.»
Βαρβάρα Νικολάεβνα Ταμάνχιεφ
Τον Αύγουστο του 1919 στην Τιφλίδα, μια όμορφη Γεωργιανή, η Βαρβάρα Νικολάεβνα προτείνει στον Καζαντζάκη να εγκαταλείψουν τα πάντα και να φύγουν μαζί. Εκείνος, ταλαντεύεται για λίγο, αλλά τελικά επιλέγει το δρόμο του χρέους: την αποστολή να σώσει τους Έλληνες του Καυκάσου και την αφοσίωση στο συγγραφικό του έργο. Στις επιστολές του στον Σταυριδάκη, μιλά για την έλξη που νιώθει γι’ αυτήν τη γυναίκα.
Η γνωριμία τους υπήρξε σύντομη, όμως το δίλημμα που αντιμετώπισε εξαιτίας της τον επηρέασε πολύ. Αργότερα, αναφέρει το περιστατικό σε μια επιστολή του στην Ελένη και του αφιερώνει μερικές παραγράφους στην “Αναφορά στον Γκρέκο”.
«Είχα πριν από λίγες μέρες γνωρίσει τη Γεωργιανή Βαρβάρα Νικολάεβνα, κι απόψε με είχε καλέσει στο κλειστό τούτο περβόλι, γιατί με είδε βαριά στενοχωρεμένο και με λυπήθηκε. Ποτέ μου δε συναπάντησα πιο όμορφη γυναίκα· όχι όμορφη, κάτι άλλο που δε χωράει σε λόγια –μάτια πράσινα μαυλιστικά κι επικίντυνα σαν φιδιού, φωνή ανάλαφρα βραχνή, όλο υπόσχεση, άρνηση και γλύκα.
Την κοίταζα, και το μυαλό μου θόλωνε, μουγκρητά προανθρώπινα ανέβαιναν από τα νεφρά μου, βαθιές μαύρες σπηλιές ανοίγουνταν μέσα μου κι έβγαιναν αμπάλαιοι τριχωτοί πρόγονοι και μούγκριζαν, κοιτάζοντας τη Βαρβάρα Νικολάεβνα.
Την κοίταζα κι εγώ και συλλογίζουμουν: Ετούτη η στιγμή δε θα ξανάρθει ποτέ.Ετούτη η γυναίκα δε θα ξαναβρεθεί ποτέ. Εκατομμύρια χρόνια δούλεψαν,αναρίθμητες περιπέτειες, σύμπτωσες, τύχες, μοίρες, για να γεννηθεί ετούτη η γυναίκα και τούτος ο άντρας και να σμίξουν σ’ ένα ακρογιάλι του Καύκασου, μέσα στο περβόλι ετούτο με τ’ ανθισμένα αράπικα καλάμια. Θα την αφήσουμε τη θεία ετούτη στιγμή να μας ξεφύγει;»
Ραχήλ Λιπστάιν - Μινκ (1899-1978)
Η Πολωνοεβραία Ραχήλ Λιπστάιν, που ενσαρκώνεται λογοτεχνικά στη Ραχήλ του μυθιστορήματος «Τόντα Ράμπα» και στη Ράλα της «Οδύσειας», ήταν η πρώτη από τον «Πύρινο Κύκλο» των γυναικών που γνώρισε ο Καζαντζάκης στο Βερολίνο.
Τη συναντά στο Συνέδριο των Αναμορφωτών της Παιδείας τον Οκτώβριο του 1922 και βλέπονται σχεδόν καθημερινά επί δύο μήνες. Ποιήτρια η ίδια, του χαρίζει ένα βιβλίο της και τον εισάγει στην εβραϊκή ποίηση, ενώ ο Καζαντζάκης της μιλά για τις δικές του αγωνίες, γοητευμένος από το ανήσυχο πνεύμα της. Το 1924 κάνουν εκδρομές στη Γερμανία, μαζί με τις επαναστατημένες φίλες της, και αλληλογραφούν τακτικά. Ξανασυναντιούνται το 1946 στο Παρίσι. Εκείνη είναι πια η κυρία Μινκ και έχει ένα μικρό αγοράκι. Η φιλία τους παρέμεινε σταθερή σε όλη τη ζωή του Καζαντζάκη και της αφιέρωσε το «Τι είδα στη Ρουσία». Η Ραχήλ πέθανε στην Ιερουσαλήμ το 1977.
«Αγαπητή, πολύ αγαπητή Ραχήλ, όταν σας συλλογούμαι, η ζωή μου φαντάζει σαν ένα μυστήριο με μεγάλα μαύρα μάτια: ίσαμε την τελευταία αναλαμπή της ζωής μου θα είστε πάντα μαζί μου, φλόγα βίαιη και σιωπηλή. Ευλογημένη ας είναι η ύλη, που τύλιξε και φυλάκισε αυτή την ψυχή και της έδωσε ένα χειροπιαστό σχήμα, που το ονομάζουμε Ραχήλ!»
Ίτκα Χόροβιτς (1883-1937)
Όπως έλεγε ο Καζαντζάκης, η Ίτκα Χόροβιτς, μία από τις «πύρινες» γυναίκες του Βερολίνου, ήταν το «μαρξιστικό τμήμα» της ψυχής του «Πύρινου Κύκλου». Παρουσιάζοντάς την στο «Τόντα Ράμπα», τη χαρακτηρίζει «αναίσθητη και ανελέητη» με «μυαλό καθαρό και ισορροπημένο». Αυτό ακριβώς τον προσελκύει, όταν τη γνωρίζει στο Βερολίνο το φθινόπωρο του 1922.
Στην «Αναφορά στον Γκρέκο» περιγράφει το πάθος της, την κοινή τους ζωή, την επίδραση που είχε επάνω του η ηδυπάθειά της. Ο δεσμός τους τελειώνει προσωρινά με την αναχώρησή του από τη Γερμανία.
Αναθερμαίνεται η σχέση τους στη Σοβιετική Ένωση, όπου ξανασυναντιούνται τυχαία το Νοέμβριο του 1927. Η Ίτκα, που έχει σπουδάσει ιατρική και είναι πια χωρισμένη, με μια μικρή κόρη, τον ξεναγεί στη Μόσχα και την άνοιξη του 1928 ζουν μαζί για λίγο στο Μπέκοβο, αλλά έπειτα χωρίζουν οριστικά. Η Ίτκα βοήθησε με τις συμβουλές και τις παροτρύνσεις της να αποβάλει η Ελένη Σαμίου τους τελευταίους δισταγμούς της και αφοσιωθεί πλήρως στη σχέση της με τον Καζαντζάκη.
Η Ίτκα έπεσε θύμα των μεγάλων σταλινικών εκκαθαρίσεων της περιόδου 1936-1938.
Έλσα Λάνγκε
«Γεννήθηκε σ’ ένα μικρό χωριό της Γερμανίας κι όμως μέσα της καίει η λαχτάρα της Ανατολής», γράφει ο Καζαντζάκης για την Έλσα Λάγκε, τη μοιραία γυναίκα της ζωής του. Γνωρίστηκαν τον Ιούνιο του 1923 στο Ντόρνμπουργκ. Επισκέφθηκαν μαζί μικρές μεσαιωνικές πόλεις της Γερμανίας, μελετώντας Όμηρο, Βούδα και χασιδικά κείμενα και ταξίδεψαν στη Ραβένα και την Ασίζη. Εκεί αποφάσισαν να στρέψουν τα συναισθήματά τους σε φιλική κατεύθυνση.
Ξανασυναντήθηκαν το 1926 στην Ιερουσαλήμ και αλληλογραφούσαν τακτικά. Το 1928, πριν ταξιδέψει στη Μόσχα για να συναντήσει τον Καζαντζάκη, η Ελένη Σαμίου έμεινε μια βδομάδα στο σπίτι της Έλσας, στο Ντύσσελντορφ. Όπως η ίδια σημειώνει, η Έλσα ήταν εκείνη που εξαφάνισε τους δισταγμούς της για μια κοινή ζωή με τον Καζαντζάκη.
Για πολλά χρόνια, το ζεύγος Καζαντζάκη θεωρούσε ότι η Έλσα, «η μικρή σιωπηλή κυρία», είχε σκοτωθεί στους βομβαρδισμούς του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Όμως, εκείνη επικοινώνησε μαζί τους το 1952, όταν ο Καζαντζάκης νοσηλευόταν στην Ουτρέχτη και τους επισκέφτηκε στην Αντίμπ μαζί με το σύζυγό της και την κόρη της. Ο Καζαντζάκης είχε πάντα ένα πορτραίτο της στο γραφείο του της αφιέρωσε την τραγωδία «Χριστός».
«Συλλογούμαι τους ανθρώπους που αγάπησα, τι χαρές και τι πίκρες τους έδωκα. Πικρότατη, χλωμότατη προβαίνει μέσα μου, χύνοντας όπως συνηθίζει, χοντρά, ζεστά δάκρυα απάνω στα χέρια μου, η Elisabeth… Πάντα, όταν τη θυμούμαι, με κυριεύει σφοδρή, ακατανίκητη επιθυμία να πεθάνω».
Ελένη Σαμίου (1903-2004)
Η Ελένη Σαμίου ήταν η μόνη γυναίκα που κέρδισε την αφοσίωση του Καζαντζάκη και τον περίβαλε με τόση πίστη και αυταπάρνηση. Γνωρίζονται σε μια εκδρομή το Μάιο του 1924 και λίγους μήνες μετά, από το Ηράκλειο, ο Καζαντζάκης της γράφει ένα γράμμα, με την ευχή να είναι σύντροφοι ως το τέλος της ζωής τους. Η ευχή πραγματοποιείται το 1928, όταν η Ελένη πηγαίνει να τον ανταμώσει στη Μόσχα. Αυτή ήταν η απαρχή της κοινής τους ζωής, βασισμένη στην αμοιβαία υπόσχεση απόλυτης αφοσίωσης.
Οι συνθήκες συχνά τους υποχρέωσαν σε μεγάλες περιόδους αποχωρισμού. Αλλά εκείνος της γράφει πάντα αποκαλώντας την Λένοτσκα, Συντρόφισσα, Ακρίταινα, Αϊ-Γιώργη. Της αφιερώνει την τραγωδία «Οδυσσέας» και γράφει γι’ αυτήν το κάντο «Ελένη».
Όχι άδικα: η Ελένη τον ακολούθησε παντού, δέχτηκε τον πλάνητα βίο του, χαλώντας και ξαναφτιάχνοντας από την αρχή το σπιτικό της στο Γκόττεσγκαμπ, στην Αίγινα και στην Αντίμπ. Στα χρόνια της Κατοχής, πηγαινοερχόταν με κίνδυνο της ζωής της στην Αθήνα για να εξασφαλίσει μερικά τρόφιμα. Εκείνη άκουγε πρώτη τα έργα του, φρόντιζε για τη δακτυλογράφησή τους, απαντούσε σε επιστολές, μάζευε τις κριτικές που δημοσιεύονταν στον τύπο.
Μετά το θάνατό του Καζαντζάκη, εκείνη ανέλαβε την προώθηση του έργου του, τη διάσωση του ανέκδοτου υλικού, των επιστολών, των σημειώσεων και των ημερολογίων του, ενώ υποστήριξε σημαντικά τον εμπλουτισμό των Συλλογών του Μουσείου Νίκου Καζαντζάκη. Το σπουδαιότερο συγγραφικό της έργο είναι η βιογραφία του Νίκου Καζαντζάκη με τίτλο «Νίκος Καζαντζάκης, ο Ασυμβίβαστος».
«Στην Ελένη χρωστώ όλη την καθημερινή επιτυχία της ζωής μου. Χωρίς αυτήν θα ‘χα πεθάνει τώρα και πολλά χρόνια. Συντρόφισσα γενναία, αφοσιωμένη, περήφανη, έτοιμη για κάθε πράξη που θέλει αγάπη».